αμμόμετρο

αμμόμετρο
το
όργανο για μέτρηση του χρόνου με άμμο, το αμμωτό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμμόμετρο — το όργανο για τη μέτρηση τού χρόνου με άμμο, το αμμωτό*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ἄμμος + μέτρο(ν), χρησιμοποιήθηκε δε για πρώτη φορά από τον ποιητή Ιωάννη Καρασούτσα, το 1867] …   Dictionary of Greek

  • αμμωτό — το το αμμόμετρο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”